Πλαταιΐς

πλαταμώδης

πλαταμών
πλαταμώδης, ης, ες [ᾰᾰ] qui ressemble à un rivage plat et uni, Str. 348 ; subst. τὰ πλαταμώδη, Arstt. H.A. 5, 16, les grèves.
Étym. πλαταμών, -ωδης.