Πλαταιϊκός

Πλαταιΐς

πλαταμώδης
Πλαταιΐς, ΐδος [ᾰτ] adj. f. de Platée, Hdt. 9, 25, etc. ; Thc. 2, 71, etc. ; ἡ Πλ. (s. e. χώρα) Hdt. 9, 36, région de Platée.
Étym. Πλάταια.