Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύκαρφος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύ·καυλος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] à tige large,
Th.
H.P.
7, 4, 5
.
Étym.
πλ. καυλός
.