Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατύκερως
πλατύ·κερκος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] à queue large,
Arstt.
H.A.
8, 10, 5
.
Étym.
πλ. κέρκος
.