πλατύκερως

πλατυκέφαλος

πλατυκορίασις
πλατυ·κέφαλος, ος, ον [ᾰῠᾰ] à large tête, à tête plate, en parl. de boulons, Apd. pol. 17.
Étym. πλ. κεφαλή.