Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυκέφαλος
πλατυκορίασις
πλατυκορίη
πλατυ·κορίασις,
εως
(
ἡ
)
[
ᾰῠ
]
c. le suiv.
p. opp. à
στενοκορίασις
,
Gal.
14, 768
.