πλατυκορίασις

πλατυκορίη

πλατυκός
πλατυ·κορίη, ης () [ᾰῠ] dilatation de la pupille au point de fermer l’œil, Arét. Caus. m. diut. 1, 7.
Étym. πλ. κόρη.