πλατυλογέω-ῶ

πλατύλογχος

πλατυμέτωπος
πλατύ·λογχος, ος, ον [ᾰῠ] à large pointe, Ar. fr. 401 ; subst. τὸ πλατύλογχον, Str. 828, lance ou javelot à large fer, sorte de pertuisane.
Étym. πλ. λόγχη.