Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλατυ·μέτωπος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] à large front,
El.
N.A.
12, 19
.
Étym.
πλ. μέτωπον
.