Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατύ·νωτος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] au large dos,
Batr.
298
.
Étym.
πλ. νῶτος
.