Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύ·ουρος,
ος, ον
[
ᾰ
] à large queue,
Opp.
H.
1, 99
.
Étym.
πλ. οὐρά
.