πλατύουρος

πλατυόφθαλμος

πλατύπεδος
πλατυ·όφθαλμος, ος, ον [ᾰτ] qui élargit les yeux : τὸ πλατυόφθαλμον (s. e. στίμμι) Diosc. 5, 99, vermillon dont on se peint les yeux pour les faire paraître plus grands.
Étym. πλ. ὀφθαλμός.