πλατύπεδος

πλατύπιλος

πλατυπόρφυρος
πλατύ·πιλος, ος, ον [ᾰῠῑ] au large feutre, en parl. d’un casque, Sch.-Soph. O.C. 313.
Étym. πλ. πῖλος.