πλατύπιλος

πλατυπόρφυρος

πλατύπους
πλατυ·πόρφυρος, ος, ον [ᾰῠῠ] Archipp. (Poll. 7, 63) à large bande de pourpre, en parl. du laticlave romain, Sib. 8, 73.
Étym. πλ. πορφύρα.