Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατυ·πρόσωπος,
ος, ον
[
ᾰ
] à large face,
Arstt.
Mir.
28 ;
El.
N.A.
15, 26
.
Étym.
πλ. πρόσωπον
.