Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύ·πους,
ους, ουν,
gén.
-ποδος
[
ᾰῠ
] aux larges pieds,
DL.
1, 81
.
Étym.
πλ. πούς
.