πλατυρρημοσύνη

πλατύρριν

πλατύρροος-ους
πλατύ·ρριν ou πλατύ·ρρις, ινος (ὁ, ἡ) [ᾰῑ] aux larges narines ou au gros nez, Str. 96.
Étym. πλ. ῥίς.