Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύπυγος
πλατυρρημοσύνη
πλατύρριν
πλατυ·ρρημοσύνη,
ης
(
ἡ
)
[
ᾰ
] prolixité,
Timon
(
DL.
4, 67
).
Étym.
πλ. ῥῆμα
.