Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύτερον
πλατύ·σχιστος,
ος, ον
[
ᾰ
] largement fendu,
Th.
H.P.
9, 10, 1
dout.
Étym.
πλ. σχίζω
.