Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατύστομος
πλατύ·στερνος,
ος, ον
[
ᾰ
] à large poitrine,
Geop.
19, 2, 1
.
Étym.
πλ. στέρνον
.