πλειονοψηφία

πλειόνως

πλεῖος
πλειόνως, adv. plus, en plus grande quantité ou en plus grand nombre, En. tact. Pol. 7 ; Jos. A.J. 17, 1, 1.
Étym. πλείων ; cf. πλεόνως et πλεύνως.