πλειονότης

πλειονοψηφία

πλειόνως
πλειονο·ψηφία, ας () influence dominante, en parl. d’astrologie (litt. compte plus élevé), P. Alex. Apot. 33, p. 88, l. 9 Boer.
Étym. πλ. ψῆφος.