πλεονοδάκτυλος

πλεονοσυλλαϐέω-ῶ

πλεονοσύλλαϐος
πλεονοσυλλαϐέω-ῶ [] avoir plus de syllabes que, gén. Dysc. Pron. 360.
Étym. πλεονοσύλλαϐος.