Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλεονοσυλλαϐέω-ῶ
πλεονοσύλλαϐος
πλεόνως
πλεονο·σύλλαϐος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c.
περισύλλαϐος
,
Charis.
539, 21
.
Étym.
πλείων, συλλαϐή
.