πλουσιότης

πλουσίως

πλούταξ
πλουσίως, adv. richement, abondamment, Hdt. 2, 44 ; Eur. Alc. 56 ; Eup. 2-1, 450 Meineke ; Ar. Vesp. 1168 ||
Cp. -ώτερον, Xén. Œc. 9, 13.
Étym. πλούσιος.