πλουσίως

πλούταξ

Πλουτάρχειος
πλούταξ, ακος () [ᾱκ] richard, Eup. 2-1, 484 Meineke ; Mén. (Com. fr. 4, 206).
Étym. πλοῦτος ; pour la format. cf. πήλαξ, στόμφαξ, lat. bibax, furax, etc.