Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλουτογηθής
πλουτοδότειρα
πλουτοδοτέω-ῶ
πλουτοδότειρα,
ας,
adj. f.
c.
πλουτοδοτήρ
,
Orph.
H.
39, 3 ;
Luc.
D. mer.
7, 1
.