Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πλουτιστήριος
πλουτογηθής
πλουτοδότειρα
*πλουτο·γηθής,
dor.
πλουτογαθής,
ής, ές
[
ᾱ
] dont l’opulence réjouit,
Eschl.
Ch.
801
.
Étym.
πλοῦτος, γηθέω
.