Πλυντήρια

πλυντικός

πλυντρίς
πλυντικός, ή, όν, qui concerne le lavage, Arstt. Sens. 5, 1 ; ἡ πλυντική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 282a, l’art de lessiver.
Étym. πλύνω.