πληροφόρησις

πληροφορία

πληρόω-ῶ
πληροφορία, ας () pleine assurance, certitude, NT. 1 Thess. 1, 5 ; Col. 2, 2 ; Hebr. 6, 11, etc.
Étym. *πληροφόρος, v. πληροφορέω.