πλησιότης

πλησιόχωρος

πλησισέληνος
πλησιό·χωρος, ος, ον, situé dans le voisinage, Hdt. 3, 89 ; 4, 13, etc. ; Thc. 2, 68 ; Plat. Leg. 737c, voisin : τινι, Hdt. 3, 97, ou τινος, Ar. Vesp. 393, de qqn ou de qqe ch.
Étym. πλησίος, χώρα.