πνευματοκήλη

πνευματομάχος

πνευματόμφαλος
πνευματο·μάχος, ος, ον [ᾰᾰ] qui conteste la divinité du Saint-Esprit, Bas. 3, 613, etc. Migne.
Étym. πν. μάχομαι.