πνευματομάχος

πνευματόμφαλος

πνευματοποιέω-ῶ
πνευματόμφαλος, ος, ον [ᾰᾰ] dont le nombril est gonflé par des vents, Gal. 2, 395 ; τὸ πνευματόμφαλον, Gal. 2, 395, maladie du nombril gonflé par des vents.
Étym. πν. ὀμφαλός.