πνευματόρροος-ους

πνευματοφορέομαι-οῦμαι

πνευματοφόρος
πνευματοφορέομαι-οῦμαι [] être agité d’un transport divin ou être inspiré de Dieu, Spt. Jer. 2, 24.
Étym. πνευματοφόρος.