πνευματοποιός

πνευματόρροος-ους

πνευματοφορέομαι-οῦμαι
πνευματό·ρροος-ους, οος-ους, οον-ουν [] agité par un courant de vent, Plat. Crat. 410b.
Étym. πν. ῥέω.