Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πνευματόμφαλος
πνευματοποιέω-ῶ
πνευματοποιός
πνευματοποιέω-ῶ
[
ᾰ
] changer en vapeur, vaporiser,
Arstt.
Probl.
24, 10
.
Étym.
πνευματοποιός
.