Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλμός
ποικιλόϐοτρυς
ποικιλόϐουλος
ποικιλό·ϐοτρυς,
υος
(
ὁ, ἡ
)
[
ῐ
] aux raisins de couleurs variées,
Nonn.
D.
5, 279
.
Étym.
ποικίλος, βότρυς
.