ποικιλόϐοτρυς

ποικιλόϐουλος

ποικιλόγηρυς
ποικιλό·ϐουλος, ος, ον [] aux expédients variés, fertile en expédients, Hés. Th. 521 ; A. Pl. 300, etc.
Étym. π. βουλή.