Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλό·δακρυς,
υς, υ,
gén.
υος
[
ῐ
] qui répand des larmes abondantes,
Nonn.
D.
10, 45
.
Étym.
π. δάκρυ
.