ποικιλόδακρυς

ποικιλόδειρος

ποικιλοδέρμων
ποικιλό·δειρος, ος, ον [] au cou bigarré, Hés. O. 203 ; Alc. 84 ; Anth. App. 6.
Étym. π. δειρή.