Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλο·δέρμων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ῐ
] à la peau tachetée,
Eur.
I.A.
226
.
Étym.
π. δέρμα
.