ποικιλόϐουλος

ποικιλόγηρυς

ποικιλόγραμμος
ποικιλό·γηρυς, dor. ποικιλό·γαρυς, υος (ὁ, ἡ) [ῐᾱ] aux sons variés, Pd. O. 3, 13.
Étym. π. γῆρυς.