Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλό·καυλος,
ος, ον,
à la tige bigarrée,
Th.
H.P.
7, 4, 6
.
Étym.
π. καυλός
.