ποικιλόκαυλος

ποικιλομήτης

ποικιλόμητις
ποικιλο·μήτης, ου [] adj. m. fertile en expédients, artificieux, Il. 11, 482 ; Od. 3, 163 ; 13, 293 ; Hh. Ap. 322, Merc. 155.
Étym. π. μῆτις.