ποικιλόμορφος

ποικιλόμυθος

ποικιλόνωτος
ποικιλό·μυθος, ος, ον [ῐῡ] aux paroles variées, éloquent, Orph. H. 13, etc. ; Anth. 5, 56.
Étym. π. μῦθος.