ποικιλόμυθος

ποικιλόνωτος

ποικιλοπράγμων
ποικιλό·νωτος, ος, ον [] au dos tacheté, Pd. P. 4, 442 ; Eur. I.T. 1245, H.f. 376.
Étym. π. νῶτος.