Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
Πολεμολαμαχαϊκός
πολεμό·κραντος,
ος, ον,
qui termine la guerre,
Eschl.
Sept.
161
.
Étym.
π. κραίνω
.