πολεμόκραντος

Πολεμολαμαχαϊκός

πόλεμόνδε
Πολεμο·λαμαχαϊκός, ή, όν [ᾱᾰᾱῐ] qui concerne la guerre de Lamakhos, Ar. Ach. 1082.
Étym. π. Λάμαχος.