πολιτοφθόρος

πολιτοφυλακέω-ῶ

πολιτοφυλακία
πολιτοφυλακέω-ῶ [ῑῠᾰ] veiller au salut des citoyens, En. tact. Pol. 1.
Étym. πολιτοφύλαξ.