πολιτοφυλακέω-ῶ

πολιτοφυλακία

πολιτοφύλαξ
πολιτοφυλακία, ας () [ῑῠᾰκ] garde du salut des citoyens ou du salut de l’État, En. tact. Pol. 22.
Étym. πολιτοφύλαξ.